υποηλικία

υποηλικία
η, Ν
γεωλ. μονάδα τού γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ηλικία. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. subage].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”